Η Ελλάδα βρίσκεται ίσως σε μία από τις πιο δύσκολες στιγμές της πρόσφατης ιστορίας της και οπωσδήποτε στην πιο δύσκολη θέση μετά την μεταπολίτευση. Βρισκόμαστε στην τελευταία θέση στην Ευρώπη από πλευράς ανταγωνιστικότητας και στις τέσσερις τελευταίες θέσεις σε σημαντικούς τομείς και παραμέτρους που ορίζουν το βιοτικό επίπεδο και ανάπτυξη. Συνεχίζουμε να εστιάζουμε την προσπάθειά μας στην αναδιάρθρωση ενός τεράστιου χρέους που δημιουργήθηκε στα τελευταία χρόνια και ελάχιστα ενδιαφερόμαστε για τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας σε ένα περιβάλλον παγκοσμιοποίησης, που αναπόφευκτα οριοθετεί τα πλαίσια των δυνατοτήτων μας.

Αυτό θα έπρεπε να είναι ο πρώτος και σημαντικότερος στόχος και κίνητρο, τόσο για τον δημόσιο όσο και τον ιδιωτικό χώρο. Δυστυχώς όμως, η έννοια της αύξησης της ανταγωνιστικότητας είναι μία παρεξηγημένη έννοια. Η βελτίωση της ανταγωνιστικότητας δεν αφορά την μείωση του ανθρώπινου δυναμικού στο δημόσιο ή τις ιδιωτικές επιχειρήσεις αλλά αφορά την αύξηση της αποδοτικότητας του ίδιου ανθρώπινου δυναμικού, την εξοικονόμηση δαπανών σε μέσα και υλικά, τη βελτίωση των διαδικασιών, τη μείωση, ακόμα και εξάλειψη, των σφαλμάτων και τέλος τον καλύτερο έλεγχο λειτουργίας της επιχειρησιακής μονάδας ή τμήματος.

Ας τονιστεί ότι η βελτίωση της ανταγωνιστικότητας δεν μπορεί να αντικαταστήσει την σημασία της στρατηγικής μιας επιχείρησης, μπορεί όμως να βοηθήσει αποφασιστικά στην ενίσχυση ενός συγκριτικού πλεονεκτήματος, σε ένα περιβάλλον έντονου παγκόσμιου ανταγωνισμού. Πολλές επενδύσεις γίνονται στον χώρο της οργάνωσης των επιχειρήσεων τόσο για την εφαρμογή μεθόδων και μέσων αυτοματοποίησης, όπως η εφαρμογή ελέγχου ποιότητας και συμβατότητας με διεθνή πρότυπα αλλά και η ανανέωση του μηχανογραφικού εξοπλισμού. Όλα συγκλίνουν στη βελτίωση της αποδοτικότητας και καλύπτουν σημαντικά μεγάλο μέρος των λειτουργικών διαδικασιών των επιχειρήσεων σε σημείο που δεν μπορούμε σήμερα να φανταστούμε μία επιχείρηση να λειτουργεί χωρίς τα μέσα και τις μεθόδους αυτές.

Παρ’ όλα αυτά το σύνθετο επιχειρηματικό περιβάλλον απαιτεί ένα βήμα ακόμα, το οποίο αφορά τη διαχείριση της πληροφορίας που σήμερα έχει πολλαπλές μορφές συμπεριλαμβανομένης και της έντυπης που διατηρείται ακόμα, παρά την εξέλιξη της ηλεκτρονικής πληροφορίας. Πλέον έχει πάρει τη μορφή ηλεκτρονικής αλληλογραφίας, κοινωνικών μέσων δικτύωσης (social media), φωνητικής επικοινωνίας, ιστοτόπων, video, εικόνας, σχεδίων κλπ που όλα μαζί μπορεί να επεκταθούν σε τεράστιους όγκους δύσκολα διαχειριζόμενους. Σε αυτό προστίθεται η πολυπλοκότητα που υπεισέρχεται στις διαδικασίες και ροές εργασίας στις οποίες συμμετέχουν πολλά άτομα διαφόρων επιπέδων και φύσης δραστηριοτήτων, όπως εκτελεστικών, επιτελικών, στρατηγικών, ελεγκτικών, διαχειριστικών κλπ.

Η διαχείριση της πληροφορίας και ο έλεγχος στην λειτουργία μίας επιχείρησης μπορεί να κρύβει μεγάλα περιθώρια βελτίωσης. Η τεχνολογία που συμπληρώνει το υφιστάμενο τεχνολογικό περιβάλλον και επιτρέπει την καλύτερη αξιοποίηση της υπάρχουσας υποδομής, επιτυγχάνοντας ταυτόχρονα τη μεγίστη ωφέλεια είναι η τεχνολογία ECM (Enterprise Content Management). Με την υιοθέτηση της τεχνολογίας αυτής, οριζόντια, σε όλες τις μορφές επιχειρήσεων, σε κάθε κλάδο και τμήμα, έχει κανείς την δυνατότητα να ανεβάσει την ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων σε πολύ μικρό χρόνο και ελάχιστο κόστος, αναλογικά με τις υπόλοιπες επενδύσεις σε συστήματα υποδομής οργάνωσης και πληροφορικής.

Η προώθηση της τεχνολογίας αυτής μπορεί να φέρει άμεσα αποτελέσματα τόσο στο δημόσιο όσο και στον ιδιωτικό κλάδο. Η αφύπνιση της Ελληνικής επιχειρηματικής κοινότητας για τις δυνατότητες των συστημάτων Διαχείρισης Εταιρικής Πληροφορίας (ECM) μπορεί να αναβαθμίσει την ανταγωνιστικότητα της χώρας.

Νίκος Κούζος, Πρόεδρος της Εταιρίας Skymark Technologies